ομφακός — ὀμφακός, ὁ (Α) ὄμφαξ*, άγουρο σταφύλι, αγουρίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με το ὄμφαξ, ακος «άγουρο σταφύλι»] … Dictionary of Greek
άγουρος — η, ο (Μ το αρσ. ἄγουρος ως ουσ.) (για πρόσωπα) αυτός που δεν ωρίμασε, δεν ενηλικιώθηκε ακόμη, νέος άντρας, παληκάρι νεοελλ. 1. αυτός που δεν πήρε ακόμη την τελική του μορφή, που δεν ολοκληρώθηκε 2. αυτός που δεν ωρίμασε διανοητικά, ανώριμος,… … Dictionary of Greek
αγουρίδα — η (Μ ἀγουρίς) άγουρο σταφύλι νεοελλ. 1. χυμός άγουρου σταφυλιού 2. κάθε άγουρος καρπός. [ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. ἀγουρὶς < ἄγουρος. ΠΑΡ. αγουρίδι, αγουριδιάζω. ΣΥΝΘ. αγουριδοζούμι] … Dictionary of Greek
αγουρανέβατος — και αγουρανέβαστος, η, ο (για ζύμη, ψωμί κ.λπ.) αυτός που ψήθηκε χωρίς να έχει προηγηθεί τέλεια ζύμωση, χωρίς να έχει «ανεβεί». [ΕΤΥΜΟΛ. < αγουρο + ανεβατός και ανεβαστός] … Dictionary of Greek
αγουραπηλογιά — η άκαιρη εκστόμιση κατηγορίας ή εξύβριση. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγουρο + απηλογιά] … Dictionary of Greek
αγουροδαμάσκηνο — το άγουρο δαμάσκηνο … Dictionary of Greek
αγουρολόγι — και αγουρολόι, το 1. συγκομιδή άγουρων καρπών 2. συνεκδ. ο καρπός της ελιάς που μαζεύεται προτού ωριμάσει τελείως. [ΕΤΥΜΟΛ. < άγουρο + παραγ. κατάληξη –λόγι] … Dictionary of Greek
αγουρομανάκι — το η ελιά που ωριμάζει σιγά σιγά και παρέχει εκλεκτό αγουρέλαιο*. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγουρο + μανάκι) … Dictionary of Greek
αγουρομαραγγιάζω — συρρικνώνομαι, μαραίνομαι, μαραγγιάζω πρόωρα (κυριολεκτικά για καρπούς και φυτά αλλά και μτφ. για ανθρώπους). [ΕΤΥΜΟΛ. < αγουρο + μαραγγιάζω] … Dictionary of Greek
αγουροξυπνώ — (μτβ.) 1. ξυπνώ κάποιον πρόωρα, τόν σηκώνω από τον ύπνο του 2. (αμτβ.) ξυπνώ πρόωρα δίχως να έχω κοιμηθεί αρκετά. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγουρο + ξυπνώ. ΠΑΡ. αγουροξύπνημα, αγουροξυπνημένος, αγουροξυπνημός, αγουροξύπνητος] … Dictionary of Greek